μαρσιποφόρα

μαρσιποφόρα
τα
(ζωολ.), ζώα θηλαστικά που έχουν μάρσιπο στην κοιλιά τους (καγκουρό κτλ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • μαρσιποφόρος — ο 1. αυτός που φέρει μάρσιπο ή αυτός που έχει σχέση ή ομοιότητα με τα ζώα που φέρουν μάρσιπο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαρσιποφόρα (ζωολ. παλαιοντ.) τάξη μεταθηρίων θηλαστικών τών οποίων χαρακτηριστικό είναι η πρώιμη γέννηση τών νεογνών και η …   Dictionary of Greek

  • θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… …   Dictionary of Greek

  • Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… …   Dictionary of Greek

  • απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …   Dictionary of Greek

  • διπρωτόδοντα — (diprotodonta). Υπόταξη θηλαστικών της τάξης των μαρσιποφόρων, που περιλαμβάνει τα καγκουρό, τα κοάλα, τους φαλαγγιστές και τα συγγενή γένη, τα οποία χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους από την ύπαρξη δύο μόνο κοπτήρων στο κάτω σαγόνι και την απουσία …   Dictionary of Greek

  • μεταθήρια — τα ζωολ. ανθυφομοταξία θηλαστικών που ανήκει στην υφομοταξία τών θηρίων και περιλαμβάνει μία μόνο τάξη, τα μαρσιποφόρα …   Dictionary of Greek

  • μονοδελφής — ο βιολ. όρος που αναφέρεται σε ζώο το οποίο διαθέτει μόνον μία μήτρα, όπως είναι τα ευθήρια θηλαστικά, σε αντιδιαστολή προς τα διδελφή, που έχουν δύο κόλπους και δύο μήτρες, όπως είναι ορισμένα μαρσιποφόρα …   Dictionary of Greek

  • μονοτρήματα — Μοναδική τάξη θηλαστικών χωρίς πλακούντα που αναπαράγονται με ωοτοκία. Στα ζώα αυτά, όπως και στα ερπετά και στα πουλιά, το πεπτικό έντερο και τα ουρογεννητικά όργανα εκβάλλουν σε μία κοινή κύστη, την αμάρα, που έχει ένα μόνο εξωτερικό άνοιγμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”